- χαμῖτις
- χᾰμῖτις ἄμπελος, ἡ, a vine trainedA low on the ground, GP.3.1.5, Eust.1163.19; without ἄμπελος, Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαμίτις — ίτιδος, ἡ, Μ (με ή χωρίς τη λ. ἄμπελος) κλήμα που φύεται κοντά στο έδαφος και φτάνει σε μικρό ύψος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. χαμαί «κάτω, χαμηλά» + κατάλ. ῖτις, ίτιδος (πρβλ. ἀμπελ ῖτις)] … Dictionary of Greek